Το δάσος δεν θα ξαναγίνει έτσι απλά ...
Η Χριστίνα Μπαριτάκη, γεωπόνος με ειδίκευση στη διαχείριση βιολογικών πόρων και πρώην ειδική γραμματέας Περιβάλλοντος στο αντίστοιχο υπουργείο, αναλύει στην «Εποχή» τα επίδικα της επόμενης μέρας των πυρκαγιών.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τις μέρες που μαίνονταν οι πυρκαγιές, στο διάγγελμά του είχε αναφέρει με περισσή απάθεια ότι «το δάσος θα ξαναγίνει», δείχνοντας αδιαφορία για τα χιλιάδες καμένα στρέμματα δέντρων και τα επίσης χιλιάδες νεκρά ζώα, αλλά και παντελή έλλειψη γνώσης για το πόσο δύσκολη είναι η επανάκαμψη ενός κατεστραμμένου οικοσυστήματος.
«Η αποκατάσταση του οικοσυστήματος δεν είναι εύκολο ζήτημα, δεν το αντικαθιστάς σαν αντικείμενο που σου κάηκε και παίρνεις άλλο. Προκειμένου να επανέλθει μπορεί να χρειαστεί να περάσουν πάνω από 20 ως 40 χρόνια, ειδικά όταν πρόκειται για ώριμα δάση, όπως αυτά που χάθηκαν. Ακόμα, δηλαδή, και όταν επανέλθουν μετά από 20 χρόνια, το οικοσύστημα δεν θα είναι το ίδιο με αυτό που καταστράφηκε», εξηγεί η Χριστίνα Μπαριτάκη.
Η αμάθεια στο ζήτημα, άλλωστε, διαφάνηκε και από άλλες δηλώσεις του πρωθυπουργού, που μίλησε για «αναδάσωση με πολλά και σωστά δέντρα», δείχνοντας παράλληλα και την αντίληψή του για το περιβάλλον αποκλειστικά σαν μέσο εξυπηρέτησης των ανθρώπων, και όταν αυτό δεν είναι «άριστο», θα διορθώνεται με βάση τα κριτήρια της κυβέρνησης.
«Πρώτον, είναι αντιεπιστημονική η προσέγγιση να προσπαθείς να επαναφέρεις το οικοσύστημα κάνοντας τεχνητή αναδάσωση και πιέζοντάς το χρονικά για ψυχολογικούς και αισθητικούς λόγους, για να μην βλέπουμε τα καμένα. Δεύτερον, οι προτάσεις για αντικατάσταση των δέντρων με άλλα βραδύφλεγα είδη είναι τελείως λανθασμένες και δεν συναντιόνται πουθενά. Το πεύκο έχει ιδιαιτερότητες και μπορεί να απαξιώνεται από κάποιους επειδή συνδέεται εγγενώς με τη φωτιά, αλλά ευδοκιμεί σε μέρη που δύσκολα θα ευδοκιμούσε κάτι άλλο. Δεν μπορούμε να ακυρώσουμε τη συμμετοχή του πεύκου στα οικοσυστήματά μας, δεν μπορούμε να το δαιμονοποιούμε, απλά για να κάνουμε τη διαχείριση των πυρκαγιών πιο εύκολη. Αλλάζοντας τα είδη των δέντρων που συνθέτουν ένα δάσος, σημαίνει ότι αλλάζουμε όλη την βιοκοινότητα της περιοχής», τονίζει η ειδικός.
Πλημμύρες και επιβαρυμένη ατμόσφαιρα
Αντίθετα, εκεί που θα πρέπει να εστιάσει η κυβέρνηση τη δράση της το άμεσο επόμενο διάστημα, είναι στη διενέργεια αντιπλημμυρικών και αντιδιαβρωτικών έργων στις περιοχές που επλήγησαν από τις πυρκαγιές. «Ο κίνδυνος πλημμύρας είναι πολύ μεγάλος μετά από πυρκαγιές, ειδικά τώρα που έχουμε και πιο έντονα φαινόμενα βροχόπτωσης. Αν δεν υπάρξουν γρήγορα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα, θα κινδυνέψουν οι γύρω κατοικημένες περιοχές και οι υποδομές τους και ταυτόχρονα οι πλημμύρες θα παρασύρουν το γόνιμο έδαφος, που περιέχει και τους σπόρους, και έτσι θα δυσκολέψει κι άλλο η φυσική αποκατάσταση. Η μία καταστροφή στο περιβάλλον φέρνει την επόμενη και έτσι τορπιλίζονται συνεχώς οι προϋποθέσεις αποκατάστασης», εξηγεί η Χριστίνα Μπαριτάκη έναν ακόμα παράγοντα δυσκολίας επανάκαμψης.
Ταυτόχρονα, οι πυρκαγιές θα έχουν επιπτώσεις και στην ατμόσφαιρα και τη ζωή των ανθρώπων της χώρας εν γένει: «Ειδικά στην Αττική, θα δούμε πολύ γρήγορα τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αύξηση της θερμοκρασίας της πόλης. Από την πυρκαγιά του 2007 στην Πάρνηθα είχε υπολογιστεί ότι η μέση θερμοκρασία είχε αυξηθεί στην Αττική από 3 μέχρι 5 βαθμούς Κελσίου σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τώρα θα συμβεί το αντίστοιχο, όταν ήδη έχουμε μεγάλους και με διάρκεια καύσωνες, και φανταστείτε πόσο δύσκολα θα γίνεται ανεχτή αυτή η κατάσταση με την επιπλέον επιβάρυνση. Ταυτόχρονα, οι περιοχές στις οποίες σημειώθηκαν οι πυρκαγιές στην Αττική, αποτελούσαν τους φυσικούς αεραγωγούς του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, οπότε θα πρέπει να αναμένουμε μεγάλη αλλαγή τα επόμενα χρόνια στην ατμόσφαιρα της πόλης.
Υπάρχει βέβαια και ένα άλλο ζήτημα. Τα δάση συμμετέχουν στο ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, δεσμεύοντάς το. Στο πλαίσιο της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή δηλώνουμε το ποσοστό διοξειδίου του άνθρακα που εκτιμάμε ότι δεσμεύεται από τη χώρα μας λόγω δασών. Τώρα με τις πυρκαγιές, εκλύθηκε μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και προκειμένου να πετύχουμε το ποσοστό που είχαμε ορίσει, θα πρέπει να βρούμε τρόπο να δεσμεύσουμε ό,τι δεσμευόταν από τα δάση πριν αυτά καούν, προσθέτοντας και τις ποσότητες που εκλύθηκαν από τις πυρκαγιές».
Υπό το πρίσμα αυτών των δυσμενών επιπτώσεων στην ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα σημαντικός κρίνεται και ο επανασχεδιασμός του αστικού περιβάλλοντος, που ούτως ή άλλως ήταν ήδη απαραίτητος, προκειμένου να γίνει πιο πράσινο και πιο αξιοβίωτο κατά αυτόν τον τρόπο για τους κατοίκους του. Κάτι που δυστυχώς δεν φαίνεται να ανήκει στους σχεδιασμούς του δημάρχου της Αθήνας, Κώστα Μπακογιάννη, αφού αντιθέτως τους τελευταίους μήνες κόβει δέντρα σε διάφορες περιοχές της πόλης για να βάλει κοντέινερ για τη στέγαση της προσχολικής εκπαίδευσης.
Ανεπαρκή τα κυβερνητικά μέτρα
Αντίστοιχα, ανεπαρκή ή και σε λανθασμένη κατεύθυνση κρίνονται και τα μέτρα της κυβέρνησης «για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος».
«Η κυβέρνηση άλλαξε την προθεσμία κήρυξης μιας περιοχής ως αναδασωτέας από τρεις μήνες σε έναν. Η σύντμηση του χρόνου θα είχε νόημα αν για παράδειγμα είχαν ολοκληρωθεί οι δασικοί χάρτες και ξέραμε πού έχουμε δάσος, πού δασική έκταση και πού τίποτα από αυτά. Όμως η ίδια κυβέρνηση ανέστειλε την ολοκλήρωση των δασικών χαρτών. Η σύντμηση του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε λάθη που απλά θα ταλαιπωρήσουν για άλλη μια φορά τους πολίτες των περιοχών αυτών. Πρόκειται, λοιπόν, περισσότερο για μια επικοινωνιακή αντίδραση, ώστε να φανεί στον κόσμο ότι λαμβάνονται μέτρα, παρά για δράση ουσίας».
Δεύτερο πρόβλημα που προκύπτει από τα μέτρα της κυβέρνησης, αφορά τη δημιουργία ειδικής υπηρεσίας δασοπυρόσβεσης: «Ενώ αυτό βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση, τη θέτει υπό την ιεραρχία της πυροσβεστικής, λαμβάνοντας ουσιαστικά θέση σε μια κακώς υπάρχουσα διελκυστίνδα μεταξύ πυροσβεστικής και δασικών υπηρεσιών όσον αφορά την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Αυτή τη διαφορά είχαμε προσπαθήσει να την λύσουμε την άνοιξη του 2019 με ΚΥΑ των υπουργείων Περιβάλλοντος και Προστασίας του Πολίτη, που έθετε τα βήματα συνεργασιών για την πρόληψη και κατάσβεση δασικών πυρκαγιών μεταξύ των υπηρεσιών με εξαντλητικά αναλυτικό τρόπο, αλλά έμεινε στα χαρτιά μετά την αλλαγή της κυβέρνησης. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, όπως εισηγείται και το πόρισμα Γκολντάμερ, είναι να συσταθεί μια ειδική, ανεξάρτητη υπηρεσία με όλες τις ειδικότητες για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών.
Τρίτον, η ξαφνική μεταφορά των δασικών υπηρεσιών των αποκεντρωμένων διοικήσεων, με περίπου 3.000 εργαζόμενους, στο υπουργείο Περιβάλλοντος, αποτελεί μια επιλογή διοικητικής οργάνωσης με τα θετικά και τα αρνητικά της. Με τον τρόπο, όμως, που γίνεται είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει απόλυτο χάος. Αλλάζοντας δε απλά ιεραρχικό προϊστάμενο, αλλά διατηρώντας τις ίδιες ελλείψεις σε μέσα και προσωπικό, δεν καταφέρνεις τίποτα ουσιαστικό. Επίσης διαφαίνεται μια έλλειψη συνέπειας στην κυβέρνηση. Στην περίπτωση των προστατευόμενων περιοχών ακολούθησε το ακριβώς αντίστροφο διοικητικό μοντέλο από αυτό που εφαρμόζει τώρα.
Μεγάλη ανησυχία, βέβαια, προκαλεί και ο “ανάδοχος αναδάσωσης” και ο τρόπος που αυτός θα εφαρμοστεί, μην καταλήξει σε απλό “ανάδοχο έργου” χωρίς κάποιου είδους διαδικασία. Αντίστοιχη ανησυχία προκαλεί και ότι παρά τη θετική ανταπόκριση του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις, και του Επιτρόπου Οικονομίας Π. Τζεντιλόνι στην πρόταση του Δημήτρη Παπαδημούλη για αναπροσαρμογή των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης, με ανακατεύθυνση κονδυλίων, για την ενίσχυση της πρόληψης και της πολιτικής προστασίας μετά τις πυρκαγιές, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ακόμα αίτημα τροποποίησης του Σχεδίου στο Ταμείο Ανάκαμψης, ούτε έχει εκκινήσει σχετικές συζητήσεις, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα», επισημαίνει η Χριστίνα Μπαριτάκη για την ανεπάρκεια της κυβέρνησης και την επόμενη μέρα της καταστροφής.
Τζέλα Αλιπράντη
Δεν υπάρχουν σχόλια