ΠΩΣ ΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ;
Τον Αύγουστο του 1945, οι τέσσερις μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις υπέγραψαν τον Καταστατικό Χάρτη της Νυρεμβέργης (γνωστός και ως Συμφωνία και Καταστατικός Χάρτης του Λονδίνου). Με τον Καταστατικό Χάρτη συστάθηκε ένα Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο, ενὠπιον του οποίου θα δικάζονταν οι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αξιωματούχοι που ήταν υπεύθυνοι για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάπραξη μαζικών εγκλημάτων.
Το Καταστατικό της Νυρεμβέργης εξουσιοδότησε το Δικαστήριο να διεξαγάγει δίκαιες δίκες των κατηγορουμένων για τρεις συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων: εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ειρήνης και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Το 1946 τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν τις διατάξεις του Καταστατικού της Νυρεμβέργης και την απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου ως δεσμευτικό διεθνές δίκαιο. Οι αρχές και τα δικαστικά δεδομένα που θεσπίστηκαν από τον Καταστατικό Χάρτη και το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο έθεσαν τα θεμέλια για το διεθνές ποινικό δίκαιο όπως ασκείται σήμερα.
Ποτέ άλλοτε στη νομική ιστορία δεν έχει γίνει προσπάθεια να ενταχθούν στο πλαίσιο μίας νομικής διαδικασίας τα γεγονότα μιας ολόκληρης δεκαετίας, που κάλυπταν μια ολόκληρη ήπειρο, και αφορούσαν πολλά έθνη, αμέτρητα άτομα και αναρίθμητα περιστατικά.
—Robert H. Jackson, Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ
Εναρκτήρια αγόρευση ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου
Εισαγωγή
Σήμερα υπάρχει ένα σώμα διεθνούς ποινικού δικαίου που είναι αρμόδιο για τη δίωξη όσων διαπράττουν μαζικές θηριωδίες. Διεθνή και εθνικά δικαστήρια έχουν δικάσει εγκλήματα όπως γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν σε διάφορες χώρες. Αυτές οι χώρες περιλαμβάνουν την πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Ρουάντα, τη Σιέρα Λεόνε και την Καμπότζη. Αυτό το σώμα του διεθνούς ποινικού δικαίου βασίζεται σε δεδικασμένα που θεσπίστηκαν από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
Καταστατικός Χάρτης της Νυρεμβέργης
Ακόμη και πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Ιωσήφ Στάλιν ανακοίνωσαν στη Διακήρυξη της Μόσχας ότι οι δράστες θηριωδιών, όπως οι μαζικές δολοφονίες Εβραίων, θα δικάζονταν από τα έθνη όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα. Οι τρεις ηγέτες υποσχέθηκαν ότι οι μείζονες εγκληματίες πολέμου των οποίων τα εγκλήματα δεν μπορούσαν να συνδεθούν με μια συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία θα τιμωρούνταν με κοινή απόφαση των συμμαχικών κυβερνήσεων. Δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια το πώς οι Σύμμαχοι θα τιμωρούσαν τους μείζονες εγκληματίες πολέμου. Ενίοτε, ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν τάσσονταν υπέρ της εκτέλεσής τους.
Μετά το τέλος του πολέμου τον Μάιο του 1945, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρότεινε οι μείζονες εγκληματίες πολέμου να παραπέμπονται σε ειδικό δικαστήριο. Στις 8 Αυγούστου 1945, εκπρόσωποι των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης υπέγραψαν τη Συμφωνία και τον Καταστατικό Χάρτη του Λονδίνου. Η Συμφωνία αναφέρεται επίσης ως Καταστατικός Χάρτης της Νυρεμβέργης. Με τη Συμφωνία δημιουργήθηκε το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, ενώπιον του οποίου θα δικάζονταν οι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αξιωματούχοι που ευθύνονταν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάπραξη μαζικών εγκλημάτων. Ο Καταστατικός Χάρτης καθόριζε τη νομική διαδικασία και τις λειτουργίες του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου και όριζε τα εγκλήματα που θα δικάζονταν.
Διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη
Ο Καταστατικός Χάρτης της Νυρεμβέργης προέβλεπε ότι καθεμία από τις μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, δηλαδή η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα διόριζε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο έναν δικαστή και έναν αναπληρωματικό δικαστή. Όλες οι αποφάσεις απαιτούσαν την πλειοψηφία των τεσσάρων δικαστών που εκδίκασαν την υπόθεση.
Ο Καταστατικός Χάρτης ανέθεσε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο να διεξαγάγει ορθή δίκη και να εγγυηθεί στους κατηγορούμενους ορισμένα νομικά δικαιώματα. Μεταξύ αυτών ήταν το δικαίωμα εκπροσώπησης στο δικαστήριο από νομικό συνήγορο, το δικαίωμα κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης των μαρτύρων και το δικαίωμα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων για την υπεράσπισή τους.
Ωστόσο, το Καταστατικό διευκρίνιζε επίσης ότι οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν την ατομική ποινική ευθύνη για τα εγκλήματά τους ισχυριζόμενοι ότι είχαν ακολουθήσει εντολές. Οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν επίσης να ισχυριστούν ότι η ποινική τους δίωξη δεν ήταν δυνατή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για ενέργειες που έκαναν ως αξιωματούχοι μιας κυρίαρχης δύναμης.
Ορισμός των εγκλημάτων
Ο Καταστατικός Χάρτης της Νυρεμβέργης (Συμφωνία και Καταστατικός Χάρτης του Λονδίνου) έδωσε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο την εξουσία «να δικάζει και να τιμωρεί τα φυσικά πρόσωπα που, ενεργώντας για τα συμφέροντα των χωρών του Ευρωπαϊκού Άξονα είτε ως άτομα είτε ως μέλη οργανώσεως», διέπραξαν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα εγκλήματα:
Εγκλήματα κατά της ειρήνης—τα οποία περιλάμβαναν τον σχεδιασμό, την προετοιμασία, την έναρξη και τη διεξαγωγή επιθετικού πολέμου, καθώς τη συμμετοχή σε κοινό σχέδιο και τη συνωμοσία για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα παραπάνω,
Εγκλήματα πολέμου—«παραβιάσεις των νόμων ή των εθίμων του πολέμου», συμπεριλαμβανομένων του φόνου, της κακοποίησης ή της εκτόπισης του αμάχου πληθυσμού για καταναγκαστική εργασία, ή για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, του φόνου και της κακομεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου, και της εκτέλεσης ομήρων, καθώς και της λεηλασίας και της αδικαιολόγητης καταστροφής,
Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας—δηλαδή η δολοφονία, εξόντωση, υποδούλωση, εκτόπιση ή απάνθρωπη μεταχείριση αμάχων και ο διωγμός για πολιτικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους.
Ενώ η δίωξη των εγκλημάτων πολέμου βασιζόταν στα υπάρχοντα διεθνή έθιμα και συμβάσεις, τα εγκλήματα κατά της ειρήνης και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν είχαν ποτέ αναγνωριστεί ως αξιόποινα αδικήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Οι συντάκτες του Καταστατικού υποστήριξαν ότι και οι δύο νέες κατηγορίες βασίστηκαν σε διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που καταδίκασαν τους επιθετικούς πολέμους και τις παραβιάσεις των νόμων της ανθρωπότητας.
Ο Καταστατικός Χάρτης εξουσιοδότησε επίσης το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο να κρίνει εάν ένας κατηγορούμενος που διέπραξε εγκλήματα ενήργησε ως μέλος μιας οργάνωσης, οπότε το Διεθνές Στρατοδικείο θα μπορούσε να κηρύξει αυτήν την οργάνωση εγκληματική.
Το κατηγορητήριο και τα ευρήματα του Διεθνούς Στρατοδικείου
Η δίκη 22 Γερμανών αξιωματούχων ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου στη Νυρεμβέργη ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου 1945 και ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1946. Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο δίκασε τους κατηγορούμενους όχι μόνο για τα τρία εγκλήματα που προσδιορίζονται στον Χάρτη του, αλλά και για μια τέταρτη κατηγορία της συνωμοσίας για τη διάπραξη οποιουδήποτε από αυτά τα τρία εγκλήματα. Επιπλέον, εξέτασε εάν ορισμένες οργανώσεις του Ναζιστικού Κόμματος ή του γερμανικού κράτους ή του στρατού ήταν εγκληματικές.
Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο αθώωσε 3 κατηγορούμενους και καταδίκασε τους άλλους 19. Από αυτούς τους 19, οι 12 καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο έκρινε επίσης τις ακόλουθες οργανώσεις ως εγκληματικές: το Ηγετικό Σώμα του Ναζιστικού Κόμματος, τη Γκεστάπο (Geheime Staatspolizei ή Μυστική Κρατική Αστυνομία), το SD (Sicherheitsdienst ή Υπηρεσία Ασφαλείας του Reichsfȕhrer SS) και τα SS.
Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο περιόρισε τον ορισμό των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας σε πράξεις που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό σήμαινε ότι το δικαστήριο δεν εκδίκασε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν πριν από τον πόλεμο.
Οι αρχές της Νυρεμβέργης
Δύο μήνες μετά την ετυμηγορία του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αναγνώρισε ομόφωνα την απόφαση και το Καταστατικό της Νυρεμβέργης ως δεσμευτικό διεθνές δίκαιο. Με βάση την απόφαση του δικαστηρίου και το Καταστατικό, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ όρισε μια σειρά κατευθυντήριων αρχών για να καθοδηγήσουν τη σύνταξη και την επιβολή του διεθνούς ποινικού δικαίου.
Οι βασικές «αρχές της Νυρεμβέργης» είναι οι ακόλουθες:
- Τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αποτελούν αδικήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
- Όποιο άτομο, ακόμη και κυβερνητικός αξιωματούχος, διαπράττει διεθνές έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί νομικά υπεύθυνο.
- Η τιμωρία για τα διεθνή εγκλήματα θα πρέπει να καθορίζεται σε μια ορθή δίκη με βάση τα γεγονότα και τον νόμο.
- Όποιος διέπραξε διεθνές έγκλημα υπακούοντας σε εντολές ανωτέρων εξακολουθεί να φέρει ατομική νομική ευθύνη για το έγκλημα.
Το διεθνές ποινικό δίκαιο έχει διευρυνθεί σημαντικά από τότε που το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο κατέληξε στην ετυμηγορία του. Το 1948, για παράδειγμα, ο ΟΗΕ αναγνώρισε τη γενοκτονία ως διεθνές έγκλημα εγκρίνοντας τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη και τιμωρία των εγκλημάτων γενοκτονίας. Στον κατάλογο των πράξεων που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχουν προστεθεί και άλλα αδικήματα, όπως τα βασανιστήρια και η σεξουαλική βία. Ενώ το σώμα του διεθνούς ποινικού δικαίου έχει αναπτυχθεί, η επιβολή του εξακολουθεί να βασίζεται στα δεδικασμένα και τις αρχές που καθορίζονται από το Καταστατικό της Νυρεμβέργης και το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΓΑΖΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΑΜΑΧΩΝ
Διαδώστε αυτή τη σελίδα
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια