Από την πανδημία COVID-19 έως την άγνωστη «νόσο Χ»: φόβος, έλεγχος και επιβολή (video)
Γράφει ο Δημήτρης Αλαμπάνος
Μια πρόσφατη ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) για την πιθανότητα εκδήλωσης μιας άγνωστης «Νόσου Χ», η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα πανδημία, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης σε τακτική επιστημονική συνάντηση του ΕΟΔΥ.
Στη σχετική ανακοίνωση επισημαίνεται ότι η πανδημία COVID-19 δεν αποτελεί πλέον παγκόσμια έκτακτη ανάγκη, ωστόσο, εξακολουθεί να απειλεί τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, καταγράφεται μια λίστα γνωστών ασθενειών με πανδημικό χαρακτήρα, όπως ο ιός Έμπολα και οι ιοί της γρίπης των πτηνών. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η αναφορά στην πιθανότητα μιας νέας πανδημίας, η οποία θα μπορούσε να προκληθεί από μια υποτιθέμενη και άγνωστη μέχρι στιγμής «Νόσο Χ».
Οι ανακοινώσεις αυτές όμως, είναι απαραίτητο να ερμηνεύονται ορθά. Μόνο έτσι μπορούν να συμβάλλουν στην προετοιμασία και τη συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων για την αντιμετώπιση πιθανών νέων απειλών στη δημόσια υγεία. Η αναφορά σε μια αόριστη, υποθετική ασθένεια, της οποίας τα χαρακτηριστικά παραμένουν άγνωστα, εγείρει ερωτήματα για το πώς τέτοιες πληροφορίες επικοινωνούνται προς το ευρύ κοινό και πώς επηρεάζουν την κοινή γνώμη.
Την ίδια στιγμή τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν χάνουν ευκαιρία να καλλιεργήσουν τον φόβο νέων πανδημιών. Πρόσφατα δημοσιεύματα αναφέρθηκαν σε έναν νέο κορονοϊό που ανακαλύφθηκε στην Κίνα, με την επιστημονική κοινότητα να εκφράζει ανησυχίες για την πιθανότητα μετάδοσής του στον άνθρωπο.
Η ανακάλυψη αυτή έχει ήδη πυροδοτήσει νέους φόβους, με τη δημοσιογραφική κάλυψη να εντείνει την αίσθηση επείγοντος και κινδύνου.
Παρόλο που οι έρευνες για νέους ιούς είναι απαραίτητες, η διαρκής προβολή υποθετικών σεναρίων πανδημιών δημιουργεί αδικαιολόγητο πανικό και ανασφάλεια στους πολίτες. Έτσι θα λέγαμε πως η ισορροπία ανάμεσα στην επιστημονική ενημέρωση και στη διαχείριση της δημόσιας αντίληψης είναι πιο κρίσιμη από ποτέ.
Η διαχείριση της πανδημίας COVID-19 αποτέλεσε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Από τα πρώτα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ακολουθώντας τις επιταγές των διεθνών θεσμών, υιοθέτησε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, που συντάραξαν την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Ο φόβος και η ανασφάλεια καλλιεργήθηκαν συστηματικά μέσω των ΜΜΕ, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επόμενη φάση: την επιβολή του εμβολιασμού ως μοναδικής διεξόδου από την υγειονομική κρίση.
Η εκστρατεία μαζικού εμβολιασμού ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2021, όταν ακόμα δεν υπήρχαν επαρκή δεδομένα για τη σύσταση, την αποτελεσματικότητα και τις πιθανές παρενέργειες των εμβολίων. Παρόλα αυτά η πολιτική ηγεσία, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις φαρμακευτικές εταιρείες και τους διεθνείς οργανισμούς, προώθησε τα εμβόλια ως ασφαλή και αναγκαία. Η προπαγάνδα υπέρ του εμβολιασμού εντάθηκε, ενώ όσοι τόλμησαν να εκφράσουν επιφυλάξεις ή ερωτήματα, ακόμη κι αν ήταν κορυφαίοι διεθνώς αναγνωρισμένοι επιστήμονες, αντιμετωπίστηκαν ως «ψεκασμένοι» και «αρνητές της επιστήμης».
Η κυβέρνηση δεν αρκέστηκε μόνο στη σύσταση εμβολιασμού. Επέβαλε και μέτρα που παραβίασαν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Η πίεση προς τους πολίτες αυξήθηκε μέσω απειλών, εκβιασμών και οικονομικών κυρώσεων. Χιλιάδες εργαζόμενοι, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας, τέθηκαν σε αναστολή ή απολύθηκαν, επειδή αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Οι ανεμβολίαστοι αποκλείστηκαν από βασικές δραστηριότητες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο διαχωρισμός των πολιτών σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους ενίσχυσε τον κοινωνικό διχασμό, καλλιεργώντας συνθήκες ρατσισμού και αποκλεισμού.
Για να καταστεί μάλιστα δυνατή η επιβολή αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά έκτακτων νομοθετικών ρυθμίσεων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, καταπατώντας βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και συνταγματικές ελευθερίες. Με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και διατάξεις που ψηφίστηκαν χωρίς καμία διαβούλευση, θεσπίστηκαν μέτρα που σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας, επιτρέπουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Παράλληλα, παρέχεται η δυνατότητα εγκλεισμού ανθρώπων που κρίνονται «επικίνδυνοι» για τη δημόσια υγεία – ακόμη και μικρών παιδιών – σε δημόσιες ή ιδιωτικές δομές, μακριά από τις οικογένειές τους:
Τα μέτρα αυτά που θεσπίστηκαν θυμίζουν πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων. Μπορεί τα πιο σκληρά από αυτά να μη χρειάστηκε να εφαρμοστούν στη χώρα μας, αποτελούν όμως μια επικίνδυνη νομοθετική βάση, σε μια πιθανή επόμενη υγειονομική κρίση, για την οποία το παγκόσμιο καθεστώς κατά την προσφιλή του συνήθεια σπεύδει σήμερα να μας προϊδεάσει.
Οι υποσχέσεις όμως περί αποτελεσματικότητας των εμβολίων δεν επιβεβαιώθηκαν. Η ανοσία που υποτίθεται ότι θα παρείχαν, αποδείχθηκε παροδική και ανεπαρκής, με την κυβέρνηση συντονισμένη με τη διεθνή πρακτική να καταφεύγει στη λύση των διαδοχικών αναμνηστικών δόσεων.
Παρά την εκτεταμένη εμβολιαστική κάλυψη, τα κρούσματα και οι θάνατοι συνέχισαν να αυξάνονται, γεγονός που ανέδειξε την αποτυχία της στρατηγικής που επιβλήθηκε από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, με την πλήρη υποστήριξη όλων ανελλιπώς των κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Ταυτόχρονα, η εμφάνιση σοβαρών παρενεργειών δεν άργησε να έρθει στο φως. Χιλιάδες περιστατικά καρδιαγγειακών επιπλοκών, θρομβώσεων, νευρολογικών διαταραχών και αιφνίδιων θανάτων συνδέθηκαν με τον εμβολιασμό, οδηγώντας ακόμα και τις ίδιες τις φαρμακευτικές εταιρείες σε αναθεώρηση των δεδομένων ασφαλείας. Παρόλα αυτά, η δημόσια συζήτηση για τις παρενέργειες παρέμεινε περιθωριοποιημένη, με κάθε φωνή αμφισβήτησης να χλευάζεται, να φιμώνεται ή να ακυρώνεται.
Το μεγαλύτερο λάθος όμως, ήταν η άρνηση της πολιτικής ηγεσίας να αναγνωρίσει τις συνέπειες της πολιτικής της. Παρά τις ενδείξεις περί κινδύνων, η κυβέρνηση αλλά και όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα που την υποστήριξαν σε αυτή τη στρατηγική, δεν έκαναν καμία προσπάθεια να επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους. Δεν υπήρξε ούτε ένας δημόσιος απολογισμός, ούτε μια ανάληψη ευθύνης για τους ανθρώπους που έχασαν τη δουλειά τους, για όσους υπέστησαν σοβαρές βλάβες στην υγεία τους ή για εκείνους που έχασαν τη ζωή τους μετά τον εμβολιασμό.
Το πιο τραγικό όμως, είναι ότι αυτό το έγκλημα της πανδημίας το χρηματοδοτήσαμε εμείς οι ίδιοι οι πολίτες. Η διαχείρισή της υγειονομικής κρίσης δημιούργησε ένα δυσβάσταχτο χρέος, το οποίο θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε για πολλά χρόνια, μαζί με τις επόμενες γενιές. Για να διατηρηθεί το αφήγημα της πανδημίας, το κράτος χρειάστηκε να καλύψει το κόστος του εγκλεισμού, να αποζημιώσει επιχειρήσεις, να καταβάλει μισθούς εργαζομένων σε αναστολή και να ανταποκριθεί στις αυξημένες υγειονομικές δαπάνες. Για όλα αυτά χρειάστηκαν τεράστια ποσά, και ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστούν ήταν ο δανεισμός. Το κατεστημένο άλλωστε λειτουργεί αποκλειστικά μέσα από τον δανεισμό.
Έτσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο ομόλογο της πανδημίας (COVID-19 bond), ένα ειδικό κρατικό ομόλογο που εκδόθηκε από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς για τη χρηματοδότηση των έκτακτων μέτρων. Μέσω αυτών των ομολόγων καλύφθηκαν οι αυξημένες δαπάνες για το σύστημα υγείας, οι αποζημιώσεις επιχειρήσεων και εργαζομένων που επλήγησαν οικονομικά από τα περιοριστικά μέτρα, καθώς και η προμήθεια εμβολίων και υγειονομικού εξοπλισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δανείστηκε 750 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε το 2020 το πρόγραμμα SURE, εκδίδοντας ομόλογα για τη «στήριξη» των κρατών-μελών στις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης κατά την πανδημία. Το κόστος για την Ελλάδα έφτασε τα 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ…
Ποιοι είναι αυτοί όμως που κρατούν στα χέρια τους αυτό το χρέος-θηλιά; Ποιοι έβαλαν σε εφαρμογή αυτή τη διαδικασία και ποια συμφέροντα υπηρετούν, με κάθε εξαρτημένη κυβέρνηση να εκτελεί τις εντολές τους πιστά; Και εμείς, οι πολίτες, απλά ανεχόμαστε αυτόν τον αέναο κύκλο δανεισμού που μας επιβάλλουν, φτάνοντας στο σημείο να πληρώνουμε το τίμημα όχι μόνο με τη φτωχοποίησή μας, αλλά και με την ίδια μας τη ζωή και το μέλλον των παιδιών μας.
Η υπόθεση «COVID-19» δεν ήταν μια απλή υγειονομική διαχείριση, αλλά μια πολιτική επιβολής που εκμεταλλεύτηκε τον φόβο και την άγνοια των πολιτών. Πολλοί θεωρούν ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο πείραμα κοινωνικού ελέγχου, στο οποίο οι κυβερνήσεις λειτούργησαν ως εντολοδόχοι του Π.Ο.Υ. και των φαρμακευτικών κολοσσών. Η ιστορία όμως δεν μπορεί να ξεχάσει ούτε να συγχωρήσει ένα τέτοιο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Ή μήπως μπορεί; Η σύνδεση της διαχείρισης της κρίσης κορονοϊού, με τις σημερινές ανακοινώσεις για επικείμενη υγειονομική κρίση, μάλλον περιπλέκει την απάντηση.
Post Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια