Κάποιος πρέπει να μας φυλάξει από τους φύλακες
Πέρα από τις εξελίξεις που δρομολογεί η απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε ότι κακώς δεν ενημερώθηκε, ο Νίκος Ανδρουλάκης για το πώς και κυρίως το γιατί παρακολουθείτο από την ΕΥΠ και την προσπάθεια της κυβέρνησης να οχυρωθεί πίσω από το ότι στη συνέχεια άλλαξε τον νόμο και πλέον δεν υπάρχει καθολική απαγόρευση πρόσβασης σε αυτή την ενημέρωση, υπάρχει και μία ακόμη ουσιαστική παράμετρος, που δεν φαίνεται να απασχολεί το δημόσιο διάλογο όσο θα έπρεπε.
Και αυτή αφορά το γεγονός ότι δεν συζητάμε καθόλου για το πώς και ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες, ώστε να διασφαλιστεί η αποφυγή νοσηρών και επικίνδυνων για το Κράτος Δικαίου φαινομένων.
Γιατί όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως έχουν αυξηθεί και οι τεχνολογικές δυνατότητες για την παρακολούθηση των επικοινωνιών των πολιτών και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών που έχουν την δυνατότητα να κάνουν τέτοιες παρακολουθήσεις, την ίδια στιγμή που ολοένα και περισσότερο οι υπηρεσίες αυτές τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες.
Όμως, παρότι το φαινόμενο είναι παγκόσμιο έχει μεγάλη σημασία η διάσταση που παίρνει στη χώρα μας. Γιατί στη χώρα μας ποτέ δεν καθίσαμε επί της ουσίας να συζητήσουμε τι σημαίνει δημοκρατικός έλεγχος αυτών των υπηρεσιών με τρόπο που αφ’ ενός να μην θέτει σε κίνδυνο την αποστολή τους, που προφανώς περιλαμβάνει τον αναγκαστικά απόρρητο χαρακτήρα της δράσης τους, και αφετέρου να διασφαλίζει βασικές δημοκρατικές ελευθερίες. Πιο σωστά να μην τις αφήνει να μετατρέπονται σε μηχανισμό υπονόμευσης των δημοκρατικών ελευθεριών.
Η συζήτηση αυτή δεν έγινε ούτε τώρα, με το σκάνδαλο των υποκλοπών να έχει αποδειχθεί ότι είχε ρίζες μέσα στο Μαξίμου, αφορούσε πλήθος προσώπων, μεταξύ των οποίων αρχηγός κόμματος και επιφανή στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, με το διεθνή διασυρμό της χώρας να συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αποφεύγεται να ανοίξει το θέμα παρά την αναγνώριση από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ήδη από τον Αύγουστο του 2022, της επιτακτικής ανάγκης για «πρόσθετα »φίλτρα» στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών», για «βελτίωση της επιχειρησιακής επάρκειας της ΕΥΠ», «συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της» και τη δέσμευσή του για «ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ».
Ξέρω ότι από ορισμένες πλευρές αυτό παίρνει τη μορφή ενός αιτήματος κοινοβουλευτικού ελέγχου. Να σημειώσω εδώ ότι αυτό εν μέρει προβλέπεται και τώρα, με απόρρητη συνεδρίαση της αρμόδιας Μόνιμη Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για ζητήματα που αφορούν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο της ΕΥΠ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δίνεται άδεια (και ουσιαστικά εντολή) στον Διοικητή της ΕΥΠ από τον πρωθυπουργό, ως προϊστάμενό του, να ενημερώσει τα μέλη της Επιτροπής.
Όμως, από την άλλη δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό που χρειάζεται και αρκεί είναι απλώς να βάλουμε μια Επιτροπή σε ρόλο «επόπτη» της ΕΥΠ, ιδίως εάν πρόκειται να συμπεριληφθούν και κόμματα «ψεκασμένα» ή πέραν των δημοκρατικών ορίων, που καλλιεργούν συνωμοσιολογικά σενάρια και επενδύουν στην κατασκευή εχθρών.
Πιο σωστό θα ήταν να υπάρξει μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ των κομμάτων του «δημοκρατικού τόξου» και έγκριτων νομικών για το πώς μπορούν να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες, να εξεταστεί και να αξιοποιηθεί η διεθνής εμπειρία και όντως να διαμορφωθεί ένα αποτελεσματικό πλαίσιο. Που να περιλαμβάνει και επίβλεψη από τη δικαιοσύνη και ενημέρωση της Βουλής και δυνατότητα ενημέρωσης του πολίτη, ώστε έστω και αναδρομικά να εντοπίζουμε αυθαιρεσίες, οι οποίες παρεμπιπτόντως ίσως να αποφεύγονται ακριβώς λόγω της γνώσης ότι θα ακολουθήσει ενδελεχής έλεγχος.
Μια τέτοια συζήτηση, σε τελική ανάλυση, θα ήταν και η απόδειξη ότι η κυβέρνηση όντως δεν θεωρεί ότι η ΕΥΠ είναι ένα κυβερνητικό «μαγαζί» που όταν χρειάζεται αναλαμβάνει και ειδικές αποστολές «πολιτικής σκοπιμότητας», ακόμη και όταν αυτές περιλαμβάνουν τη χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού για την παρακολούθηση πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών.
Και μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να διαμόρφωνε ένα θεσμικό πλαίσιο που τουλάχιστον θα έδινε στους πολίτες την αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να διαμορφώνονται συνθήκες παρακράτους και δη υπό τον εκάστοτε κομματικό έλεγχο.
Διαφορετικά, η ανασφάλεια και η καχυποψία των πολιτών θα αυξηθεί, όπως και η διάχυτη αίσθηση ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες είναι προπέτασμα καπνού για την κρατική και κυβερνητική αυθαιρεσία. Και τότε οι κριτικές ότι υπάρχει όντως ζήτημα «κράτους δικαίου» μόνο αβάσιμες δεν θα είναι.
Γιατί επαναλαμβάνω ότι από την υπόθεση του σκανδάλου των υποκλοπών και την επίμονη άρνηση της κυβέρνησης να διαλευκάνει την υπόθεση και να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί, προχωρώντας και σε αναγκαίες θεσμικές αλλαγές, δεν κρίνεται μόνο η αξιοπιστία της κυβέρνησης, αλλά – και κυρίως – το εάν οι πολίτες θα διατηρήσουν κάποια, έστω και μικρή, εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια