Περιμένοντας στη στάση του λωτού ~ ΙΡΑΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
Στις 28 του περασμένου Απριλίου, ο Ρεζά Μοραντκανί, ένας πρώην πρωταθλητής πυγμαχίας στο Ιράν και την Ασία, πήγε μία βόλτα με τη σύζυγο του, Μαρία Αρεφί, και το μόλις 11 μηνών μωρό τους στο πάρκο Παρντιζάν της Τεχεράνης. Ξαφνικά, σταμάτησε δίπλα τους ένα βανάκι της αστυνομίας των ηθών, βγήκε έξω μία γυναίκα και επιτέθηκε φραστικά στην Αρεφί για το υποτίθεται χαλαρό χιτζάμπ της. Ο Μοραντκανί παρενέβη, αμέσως βρέθηκε δίπλα του και ένας άνδρας αστυνομικός, σε λίγα λεπτά το ζευγάρι δεν μπορούσε να δει τίποτα από το σπρέι πιπεριού με το οποίο τους είχαν ψεκάσει – και ο Μοραντκανί είχε πυροβοληθεί στο πόδι. Η αστυνομία των ηθών φρόντισε να κατασχέσει τα κινητά τηλέφωνα όλων των παρισταμένων, σβήνοντας τις φωτογραφίες και τα βίντεο του συμβάντος, για να είναι μάλιστα βέβαιη, σε μερικά τηλέφωνα επανέφερε τις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Μερικές εβδομάδες αργότερα, τον Ιούνιο, η Μαρία Αρεφί αφηγήθηκε την ιστορία τους στη φιλομεταρρυθμιστική ιρανική εφημερίδα «Σαργκ», και πιο συγκεκριμένα στη δημοσιογράφο Νιλουφάρ Χαμεντί.
Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Νιλουφάρ Χαμεντί, μία θαρραλέα, παθιασμένη ιρανή δημοσιογράφος, κατάφερε να τρυπώσει στο νοσοκομείο Κασρά της Τεχεράνης. Είχε μάθει από τις πηγές της πως τρεις ημέρες νωρίτερα, είχε μεταφερθεί εκεί από την αστυνομία των ηθών μία 22χρονη κοπέλα. Η Μαχσά Αμινί πέθανε την ίδια εκείνη μέρα – λόγω προϋπάρχοντος καρδιακού προβλήματος, θα υποστήριζαν ψευδώς οι Αρχές. Η Νιλουφάρ Χαμεντί ανέβασε στον λογαριασμό της στο Τwitter μια φωτογραφία, έδειχνε δυο φιγούρες σφιχταγκαλιασμένες μέσα στην οδύνη τους σε έναν έρημο νοσοκομειακό διάδρομο, ήταν οι γονείς της Μαχσά Αμινί. Η φωτογραφία διαδόθηκε σαν τη φωτιά, το ίδιο και το ρεπορτάζ της Χαμεντί. Χωρίς αυτά, η μοίρα της Αμινί Χαμσά, ο θάνατός της για ένα χαλαρό χιτζάμπ, ίσως να είχε γίνει γνωστή πολύ αργότερα.
Στις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ το Ιράν συγκλονιζόταν ήδη από τις μεγαλύτερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις των τελευταίων τριών χρόνων, με τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή, αστυνομικοί εισέβαλαν στο σπίτι της Νιλουφάρ Χαμεντί, τη συνέλαβαν και κατέσχεσαν τον υπολογιστή και το τηλέφωνό της. Ταυτόχρονα, ο λογαριασμός της στο Τwitter, εκεί όπου είχε ποστάρει αρχικά τη φωτογραφία των γονιών της Αμινί, έκλεισε χωρίς εξηγήσεις.
Η Χαμεντί μεταφέρθηκε στις διαβόητες φυλακές Εβίν της Τεχεράνης, κλείστηκε στην απομόνωση. Ο σύζυγός της, Μοχαμάντ Χοσεΐν Ατζορλού, κατάφερε να μιλήσει για δυο λεπτά τηλεφωνικά μαζί της έπειτα από τέσσερις ημέρες επανειλημμένων επισκέψεων και τηλεφωνημάτων στο υπουργείο και την εισαγγελία. Ξαναμίλησαν εννέα ημέρες αργότερα.
Η Χαμεντί εξακολουθεί να κρατείται, και εξακολουθεί να μη γνωρίζει για ποιον ακριβώς λόγο κρατείται: οι Αρχές δεν έχουν απαγγείλει ακόμη κατηγορίες εις βάρος της. Αγαπάει πολύ τη γιόγκα, πάντα συμβούλευε τους φίλους της να ξεκινήσουν γιόγκα, πάντα έλεγε πως η γιόγκα τη χαλαρώνει, οι δικοί της λένε πως κάνει μέσα στη φυλακή καθημερινά γιόγκα. Αν υπάρχει ένα πράγμα που μαθαίνεις ως δημοσιογράφος στο Ιράν, έλεγε προ ημερών υπό την κάλυψη της ανωνυμίας στο Middle East Eye, έναν ιστότοπο με έδρα το Λονδίνο, μία συνάδελφός της στην εφημερίδα, η «Σίμα», είναι να αντέχεις. «Η Νιλουφάρ ήταν πάντα ένας άνθρωπος δυνατός», διαβεβαίωσε. Δυνατός και «αισιόδοξος». Κι αυτό, παρότι «η δημοσιογραφία στο Ιράν δεν είναι δουλειά. Είναι ένα δυνητικό έγκλημα, από τη σκοπιά των υπηρεσιών ασφαλείας».
Οι πληροφορίες θέλουν τουλάχιστον 40 δημοσιογράφους να έχουν συλληφθεί στο Ιράν τον τελευταίο μήνα, και απείρως περισσότερους να έχουν απειληθεί. Οι πληροφορίες μιλούν για τουλάχιστον 200 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες, χιλιάδες συλληφθέντες. Η ΕΕ ακόμα συζητάει τις κυρώσεις που θα επιβάλει στο Ιράν, υπήρξε, λέει, πολιτική συμφωνία προχθές σε επίπεδο πρεσβευτών, οι ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών θα την επισημοποιήσουν, λέει, τη Δευτέρα.
ΓΡΑΦΕΙ Η Κίττυ Ξενάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια